- ισάριθμος
- -η, -ο (ΑΜ ἰσάριθμος, -ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος)ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.)αρχ.1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο2. επιγρ. ισόψηφος.επίρρ...ισαρίθμως και ισάριθμα (Α ἰσαρίθμως)με ίσο αριθμόαρχ.με τον ίδιο γραμματικό αριθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὀλιγ-άριθμος, πολυ-άριθμος].
Dictionary of Greek. 2013.